πλατύφυλλος

πλατύφυλλος
η , ο [ος , ον ] широколистный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πλατύφυλλος" в других словарях:

  • πλατύφυλλος — broad leaved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύφυλλος — η, ο / πλατύφυλλος, ον, ΝΑ (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • πλατύφυλλος — η, ο για φυτά, αυτός που έχει πλατιά φύλλα: Βασιλικός πλατύφυλλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατυφυλλότερον — πλατύφυλλος broad leaved adverbial comp πλατύφυλλος broad leaved masc acc comp sg πλατύφυλλος broad leaved neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύφυλλον — πλατύφυλλος broad leaved masc/fem acc sg πλατύφυλλος broad leaved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυφυλλότερα — πλατύφυλλος broad leaved neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυφύλλοις — πλατύφυλλος broad leaved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυφύλλου — πλατύφυλλος broad leaved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυφύλλους — πλατύφυλλος broad leaved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυφύλλων — πλατύφυλλος broad leaved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατυφύλλῳ — πλατύφυλλος broad leaved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»